- πολυδουλεία
- και πολυδουλία, ἡ, Ααφθονία δούλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + δουλεία (< δουλευω), πρβλ. ημι-δουλεία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυδουλεία — πολυδουλείᾱ , πολυδουλεία abundance of slaves fem nom/voc/acc dual πολυδουλείᾱ , πολυδουλεία abundance of slaves fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδουλία — ἡ, Α βλ. πολυδουλεία … Dictionary of Greek